κυτοτροφοβλάστη

κυτοτροφοβλάστη
και κυτταροτροφοβλάστη, η
ανατ. εν τω βάθει στιβάδα τού τροφοβλαστικού περιβλήματος τών χοριακών λαχνών τού εμβρύου, που αποτελείται από μεγάλα κυβικά κύτταρα ή κύτταρα τού Λάνγκχανς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυτταροτροφοβλάστη είναι απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cytotrophoblast < cyto-(βλ. κυτταρο-) + trophoblast < tropho- < τρέφω + -blast < νεολατ. -blastus < βλαστός. Ο τ. κυτοτροφοβλάστη είναι αντιδάνεια λέξη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”